χολῶσα

χολῶσα
χολάω
to be full of black bile
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χολώνω — χόλωσα, χολώθηκα, χολωμένος, κάνω κάποιον να θυμώσει, τον χολιάζω: Μην τον χολώνεις το διευθυντή σου, γιατί θα σου κάνει κακή έκθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολώνω — χολώνω, χόλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”